Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

ΒΩΜΟΣ, ΟΧΙ ΕΔΩΛΙΟ





Αναμφιλέκτως, κάθε είδους υπερβατική εμπειρία και, συνακολούθως, κάθε μεταβαλλόμενη κατάσταση συνειδητότητας αποκαλύπτει την κάθε φορά κάτι περισσότερο για τον αινιγματικό σύνδεσμο μεταξύ νου και πραγματικότητας. Ο ειρμός αυτών των διαδοχικών αποκαλύψεων, αντιβαίνοντας κάθε πάγια επιστημολογική φόρμουλα που με εμμονή παραμένει προσκολλημένη στις προσίδιες της αξιώσεις, μας οδηγεί στην ευρύτερη συνειδητοποίηση ότι ο νους δεν είναι περιορισμένος στα πλαίσια της ορατής φυσιολογίας (συγκεκριμένα, του εγκεφάλου) αλλά μάλλον εκτείνεται πέραν αυτής κατά τρόπο που αναζωπυρώνει αρχέγονα ερωτήματα. Το γεγονός ότι ανέκαθεν οι υπερατομικές εμπειρίες αποτελούν, σύμφωνα με τη δική τους βιωματική λογική, μια ρουτίνα ενδείξεων και ενίοτε αποδείξεων της ριζοσπαστικά ετερόκλητης πραγματικότητας, είναι κάτι που θα έπρεπε να βαρύνει την οσφρανθείσα μύτη του επιστημονικού σνομπισμού προς ένα πεδίο βαρύτητας που πλέον αποτελεί τον επόμενο ορίζοντα της επιστημολογικής εξελικτικής αιχμής. Ίσως ο λόγος που η επιστημονική σκέψη συνήθως αρνείται να δώσει σημασία σε όλες αυτές τις εμπειρικές μαρτυρίες που βάλλουν τα αξιώματά της να είναι επειδή ακριβώς πυροδοτούν ένα ντόμινο από αλλεπάλληλες αναιρέσεις, οι οποίες υποδαυλίζουν τον γενικότερο επανασχεδιασμό της γνωρισματικής πραγματικότητας. Δεν μπορούμε λοιπόν να μεταθέτουμε το κρίσιμο έργο της σύνολης επιστημολογικής αναδιάταξης εξαιτίας κάποιων γηραιών ιδιοτροπιών που αποτρέπονται της ούτως ή άλλως αναπόδραστης μεταστροφής.
Όπως γνωρίζουμε η Δυτική Ψυχολογία δεν έχει κάνει κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια στο να δώσει οντολογική εξήγηση σε γεγονότα που στοιχειώνουν τη μεθοριακή συνείδηση. Στην καλύτερη περίπτωση επέτρεψε στην Ψυχανάλυση να αναπτύξει ένα πλέγμα ερμηνειών που τοποθετούν τη μυστική συνείδηση στη θέση του «ψυχωτικού»- ένας όρος κενός κι αόριστος που δεν εξηγεί τίποτε παρά μόνο κατατάσσει αυθαιρέτως ένα σύνολο συμπεριφορικών γνωρισμάτων σε μια περιθωριακή κατηγορία με σημείο αναφοράς έναν «κανονικό άνθρωπο» που, εντούτοις, αποτελεί και τον ορισμό της συγκεκαλυμμένης παθολογίας. Οι συνέπειες των υπερατομικών βιωμάτων μας καταδεικνύουν ηχηρά πλέον ότι η ανθρώπινη συνείδηση βρίσκεται εξελικτικά αντιμέτωπη με μια ευρύτερη οικολογία ψυχικών δυνάμεων που κυριολεκτικά υπερβαίνουν κάθε υλιστική απόφανση της πραγματικότητας. Είναι βέβαια γεγονός ότι οι περισσότεροι βρίσκουν αρκετά παρήγορο το να περιπίπτουν σε διάφορες τέτοιου τύπου ψυχολογικές ψευδαισθήσεις ως ένα τέχνασμα που τους αποδεσμεύσει από τα στυγερά δίχτυα της εγκόσμιας πραγματικότητας, ενίοτε θεραπεύοντάς τους από τις παθήσεις που οφείλονται σε αυτήν.  Μιλώντας κατά τρόπον πολιτικό, όμως, μπορούμε να δούμε κι από την άλλη μεριά μια συμπληρωματική στάση από το μέρος όσων πρυτανεύουν στην επιστημολογική διανομή του νοήματος: Σκοπός τους είναι να πατάξουν κάθε δυνατότητα επικύρωσης μιας πραγματικότητας που συνθλίβει ανεπιστρεπτί την ερμηνευτική εκείνη δομή στην οποία βασίζεται το σύνολο πολιτικό μοντέλο της πατριαρχικής κοινωνίας. Επί τούτοις, η ψυχεδελική εμπειρία, ως το πιο αξιόπιστο μέσο πυροδότησης της υπερβατικής εμπειρίας, εγείρει προκλητικά ερωτήματα που δύνανται να απαντηθούν μόνο με καθολική αναθεώρηση της επιστημολογικής αλλά και της θεσμικής πραγματικότητας.
Μια σχεδόν ολοκληρωτική θεωρία στους δυτικούς επιστημονικούς κύκλους ισχυρίζεται ότι η συνειδητότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά προϊόν των εγκεφαλικών διαδικασιών κι, άρα, ότι το οποιοδήποτε υπέρλογο βίωμα είναι μια σολιψιστική ψευδαίσθηση. Τούτος ο συντηρητισμός, που πλέον έχει γίνει a priori αρχή της επιστημονικής κρίσης επί του εν λόγω ζητήματος, είναι αναξιόπιστος για δυο λόγους:
Εν πρώτοις, πολλές καταστάσεις συνειδητότητας εκφράζουν μια ανακολουθία με αυτό το θεωρητικό σχήμα καθώς διανοίγουν νέες πιθανές αναγνώσεις του διαδικαστικού γίγνεσθαι που παρότι πολύ διαφορετικό από την υλιστική ερμηνεία φαίνεται εξίσου πειστικό, αν όχι περισσότερο. Εξαρτάται ποιος το βιώνει και ποια είναι τα υπαρκτικά αξιώματα του καθενός. Αν κάποιοι επιστήμονες περιορίζονται στη μοιρολατρική παραδοχή  αυτής της ένδειξης ως τεκμήριο της παραλογιστικής πολλότητας στον τρόπο που ερμηνεύουμε την πραγματικότητα, εμείς θα αντιτείναμε, ακόμη πιο ριζοσπαστικά, πως αυτός είναι ακριβώς και ο τρόπος που ξεκινάει δραστικά η αποδόμηση της μονολογικής επικράτειας μιας συγκεκριμένης θεωρητικής τάξης, δημιουργώντας το πεδίο όπου θα αναδυθεί κατά κυριολεκτικό τρόπο η πολυπρισματική πραγματικότητα την οποία το φαντασιακό ανέκαθεν βολιδοσκοπούσε. Ενώ λοιπόν αυτοί ισχυρίζονται ότι τοιουτοτρόπως η μυστική συνείδηση οδεύει προς τα Τάρταρα της απόλαυσης (jouissance), εμείς θα λέγαμε, από την άλλη, ότι αυτοί, αφηνιασμένοι, τώρα πια, από το ντελίριο της πρισματικής γνωσιολογίας, εφαρμόζουν κάθε αμυντική στρατηγική που θα διαφυλάξει τη θεωρητική πλατφόρμα τους (το σωσίβιο τους!) από τον καταιγισμό μιας πραγματικότητας που φαίνεται να μη χωράει πλέον σε οποιουδήποτε τύπου τεκμηριωμένες αποφάνσεις, ούτε καν στις πιο άρτια αρθρωμένες ή πυκνά συνυφασμένες.
Δεύτερον, ολοένα και πιο θεμιτή γίνεται στους ανθρωπολόγους η θεωρητική περίπτωση μιας ριζοσπαστικής θέασης του νου με την οποία βλέπουμε τη συνείδηση ως μια πλεονάζουσα συνθήκη που εδράζεται περισσότερο στα συστήματα σκέψης και πεποίθησης παρά στην υλική της υποδομή, όπως είναι ο εγκέφαλος και τα ερεθίσματα. Αυτή και μόνο η άποψη σημαίνει την ώρα δώδεκα για τη Σταχτοπούτα μιας εξηγητικής παντοδυναμίας που τελικά ποτέ δεν ήταν τέτοια παρά μόνο ένα φασιστοειδές κυνηγητό του ελεύθερου βιώματος. Αν ο νους πλάθεται σε ένα τεράστιο βαθμό από την ερμηνευτική σκέψη τότε, αλήθεια, πόσο βαθιά είναι η εγκάθειρξη εκείνων που με την επιστημονική εξειδίκευση έχουν βαθύνει εγκαρσίως στην τοπογραφία κάποιων αμετακίνητων αποφάνσεων, που δεν είναι παρά τα φαράγγια της σκοτοδίνης τους απέναντι στο εκ φύσεως ριζοσπαστικά διαφορετικό;
Καθώς μια αρμάδα επιστημόνων είναι μοιραίο να ασχοληθούν αποφασιστικά με αινιγματικά ζητήματα όπως αυτά της ψυχεδελικής φαινομενολογίας, η υλιστική εξήγηση της συνείδησης θα υποχωρεί όλο και περισσότερο δίνοντας χώρο σε μια συνιστώσα εναλλακτικών προσεγγίσεων, που ανεπισκίαστα οποιασδήποτε δογματικής τυραννίας στην κατάρτιση του επιστημονικού Λόγου, θα φέρουν στην επιφάνεια μια βιωματική επιστήμη δια της οποίας φαινόμενα όπως η τηλεπάθεια, η έκσταση, η επικοινωνία με άυλες μορφές συνειδητότητας, κλπ θα βρουν την εξηγητική θέση που τους αρμόζει.
Είναι αναγκαίο να προβούμε στην ανάπτυξη μιας επιστήμης που θα σέβεται την πολυειδή φύση αμφότερων της πραγματικότητας και της συνειδητότητας με γνώμονα την ανθρωπολογική έρευνα που σε κάποια σημαντικά της σημεία φαίνεται να δείχνει τον απαραίτητο σεβασμό στον «ψυχωτικό» του Τρίτου Κόσμου. Κάπου εδώ θα πρέπει όλοι μας να συμφωνήσουμε σε μια πρισματική αρχή της πραγματικότητας που θα δώσει την ευκαιρία να διερευνήσουμε με νέο σφρίγος τα φαινόμενα εκείνα που βρίσκονται συμπιεσμένα στο περιθώριο, κάτω από το βάρος μιας νοσολογίας που ως πράξη και λόγος ασκεί βία στον άνθρωπο εκείνον για τον οποίον εντελώς φυσικά τα όποια υπερβατικά ερεθίσματα στη ζωή του αποτελούν αιτία για μια καθολική μεταστροφή της ερμηνευτικής του πραγματικότητας. Διότι –ας μη γελιόμαστε- βλέπουμε την ίδια εκείνη Ιερά Εξέταση του Μεσαίωνα να αναπαράγεται αρχικά από αμετακίνητα επιστημολογικά ιδεολογήματα και ακολούθως από την εφαρμογή νόμων και νοσολογικών κριτηρίων που, εντελώς εξωφρενικά, ενοχοποιούν σύρριζα μια από τις ευγενέστερες ιδιότητες του ελεύθερου πνεύματος: την ίδια τη δυνατότητα αυτοπροαίρετης ανάληψης νοήματος. Αν τελικά ο νους εδράζεται περισσότερο στις έννοιες παρά στους νευρώνες δεν είναι απορίας άξιο το ότι έφτασε τελικά μια τέτοια ευγενής ιδιότητα να μην αναγνωρίζει στον καθρέφτη  το είδωλό της που δαιμονοποιήθηκε ως τεκμήριο της παθολογικής ταυτοποίησης: τελικά λίγο-πολύ το πιστέψαμε και εμείς οι ίδιοι.
Είναι φανερό όμως ότι απ’ όλα τα ιδεολογικά χαρακώματα η υπέρλογη σκέψη ανανήφει, θέτοντας ξανά τη λογική στη θέση που αρμόζει να είναι: αυτή ενός εργαλείου κι όχι ενός ποντίφικα. Τίποτε δε δείχνει ότι το υπέρλογο στοιχείο της πραγματικότητας θα εξαφανιστεί ως φάντασμα του αφελούς παρελθόντος, ούτε ότι θα περιθωριοποιηθεί στους ουραγούς των τσίρκων που απλώς θέλουν να πιστεύουν. Η ίδια η επιστημολογική εξέλιξη άλλωστε αφήνει τώρα να φανεί ότι η «αρτιότητα» του θετικιστικού πνεύματος αποτελεί κατά κανόνα το στίγμα της εκάστοτε επιστημονικής εθελοτυφλίας απέναντι στη ριζοσπαστική καινοφάνεια της πραγματικότητας που αείποτε θα ενεδρεύει για να διαψεύδει άλλη μια κατάκτηση του ανθρώπινου πνεύματος.
Ο Daniel Dennett μας δείχνει πως κάποιοι εκπαιδεύουν τον εαυτό τους στη μουσική ώστε να μπορούν από ένα σημείο και ύστερα να ανακαλύπτουν ακουστικά νέου τύπου ηχητικούς παλμούς που δεν είναι κανονικά αντιληπτοί. Εν ολίγοις, εκείνο που υπονοεί στην πραγματεία του είναι ότι εξαιτίας της εκπαίδευσής τους η συνειδητή τους εμπειρία έχει αλλάξει (Dennett, 1991). Πιο συγκεκριμένα, έχει μάλλον διευρυνθεί: γίνονται πλέον συνειδητοί ερεθισμάτων που δεν μπορούσαν να αντιληφθούν πρωτύτερα. Επιπλέον, πειραματικά, ο κατά τ’ άλλα ανεπίδεκτος υπέρλογων θεμάτων Daniel Dennett, μας δείχνει ότι είναι αποδεδειγμένη η ικανότητα ατόμων που πάσχουν από μερική τύφλωση να δουν με την προσπάθειά τους πράγματα που φυσιολογικά είναι αδύνατον να διακρίνουν οπτικά. Αυταποδείκτως, τέτοια πορίσματα μας παρουσιάζουν την υπερβατική ικανότητα της νόησης απέναντι είτε στις αισθητηριακές τροπικότητες είτε στα όργανα που μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε αυτά τα ερεθίσματα. Αν ένα τέτοιο πόρισμα, βασιζόμενο σε στατιστικά στοιχεία, είναι γενικώς αποδεκτό από σκληροπυρηνικούς θετικιστές όπως ο Dennett, γιατί άραγε θα έπρεπε να «μαζευτούμε» στην προοπτική των όσων μας διανοίγουν οι συγκεκριμένοι ψευδο-νευροδιαβιβαστές των ψυχοδηλωτικών ουσιών; Ίσως να χρειάζονται λίγο χρόνο για να το χωνέψουν, κάνοντας μικρά-μικρά βήματα προς την υπερβατική φύση του νου. Δε θα ήταν καθόλου εύκολο γι’ αυτούς, ιδίως δίχως εμπειρικές καταγραφές, να αντιμετωπίσουν εκείνη τη θέα που σου κλέβει την ανάσα κατά τη διάρκεια των έντονων περιδινήσεων της πρισματικής συνείδησης, όταν το ενθεογενές της επιτρέπει να πατήσει έξω από τα σχήματα αυτοματισμών της αντίληψης. Ωστόσο, όσο ο ψυχεδελικός εμπειρισμός θα βγαίνει θαρραλέα προς τα έξω, δίχως να εκφοβίζεται από τα νομότυπα σκιάχτρα της Θεσμικής Ψυχιατρικής και του Κράτους, και καθώς οι βαθιά ανοίκειες εμπειρίες θα συναρμολογούν το πρισματικό όραμα μιας εκ φύσεως ετερογενούς πραγματικότητας, η γενική εντύπωση της υπερατομικής διάστασης θα υπερισχύσει, θέτοντας την αιχμή του δόρατος εκεί που αρμόζει, όχι στην νοησιαρχική έξη της πένας που ανακυκλώνει πενιχρές θεωρήσεις του πνεύματος, αλλά στην βιωματική εκείνη κατάφαση που ξέρει να θρυμματίζει και να διανοίγει την εξερευνητική στρατιά του είδους μας στη λεωφόρο της δόξας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου